Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Ντίνος Ηλιόπουλος(1915 Αλεξάνδρεια-2001)







Ο Ντίνος Ηλιόπουλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου το 1915. Ο Πελοποννήσιος στην καταγωγή πατέρας του ήταν μεγαλέμπορας και μετά το οικονομικό κραχ του 1929 η πολυάριθμη οικογένειά του έφυγε για τη Mασσαλία, όπου ο Nτίνος τελείωσε το γυμνάσιο. Στην Αθήνα έφτασε έξι χρόνια αργότερα και ακολούθησε εμπορικές σπουδές. Υπηρέτησε τη θητεία του στο στρατό, όμως η απόλυσή του απ' αυτόν συνέπεσε με την έναρξη του πολέμου του 1940 κι έτσι ξαναντύθηκε στο χακί.

Αργότερα έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του τότε Βασιλικού Θεάτρου, απ' όπου απορρίφθηκε, για να περάσει τελικά στη Σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη.

Στο θέατρο πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με το θίασο της Κατερίνας στο έργο του Λέο Λεντς «Κυρία, σας αγαπώ» και έκτοτε συμμετείχε στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαίρης Αρώνη, του Δημήτρη Χορν και πολλών άλλων. Tο 1954 συγκρότησε θίασο με το Μίμη Φωτόπουλο, με τον οποίο αποτέλεσαν ανεπανάληπτο κωμικό δίδυμο. Τρία χρόνια αργότερα και μέχρι το 1969 δημιούργησε δικό του θίασο, ανεβάζοντας έργα όπως: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η κυρία του κυρίου», «Το έξυπνο πουλί», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Εξοχικόν κέντρον ο Έρως» κ.ά.

Τα επόμενα χρόνια στράφηκε στην επιθεώρηση, πρωταγωνίστησε σε μιούζικαλ («Καμπαρέ», «Γλυκιά Ίρμα»), περιόδευσε στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Tο 1977 ερμήνευσε τον «Αμφιτρύωνα» του Πλαύτου στο Εθνικό Θέατρο, ενώ το 1978 εμφανίστηκε στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο με τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Αλ. Σολωμού. Για την προσφορά του στο θέατρο τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α'.

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος είχε λατρεία και για την έβδομη τέχνη. Ο κινηματογράφος είχε μπει στη ζωή του από το 1948, όταν έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη με την ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες». Ακολούθησαν περισσότερα από 90 φιλμς, πολλά από τα οποία έμειναν ως κλασσικά, όπως: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954), «Κακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Το Δόλωμα» (1964), «Η Κοροϊδάρα» (1967), «Ο Στρατής παραστράτησε» (1969). Το 1986 συμμετέχει στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μελισσοκόμος».

Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται, ακόμα, τρεις δίσκοι -ο ένας με σατιρικά του Σουρή, δύο βιβλία με ευθυμογραφήματα, μια ποιητική συλλογή και φυσικά την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ένας Hλιόπουλος ονόματι Nτίνος».

Πέθανε στις 4 Ιουνίου του 2001.

Σταύρος Παράβας(1937 – 2008)

16/9/2008




Ο μεγάλος μας κωμικός Σταύρος Παράβας γεννήθηκε στις 15 Απριλίου του 1937 από γονείς Μικρασιάτες και ήταν ο μικρότερος από τα πέντε αδέλφια του. Μεγάλωσε στα Προσφυγικά, στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα, αλλά γεμάτα από αγάπη, ανεμελιά και όνειρα, όπως έλεγε...

Από μικρός έπεσε στα βαθιά, καθώς έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά του. Έτσι, για αρκετά χρόνια έκανε δουλειές του ποδαριού. Όμως, το σαράκι του ηθοποιού τον έτρωγε. Από τα σχολικά του χρόνια, ακόμη, συμμετείχε σε θεατρικές παραστάσεις, ενώ τα αδέλφια και οι συμμαθητές του τον παρότρυναν να συνεχίσει.

Τα πρώτα μαθήματα υποκριτικής τα διδάχτηκε το 1952, δίπλα στον ηθοποιό Θεόδωρο Έξαρχο και λίγα χρόνια μετά σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Κώστα Μιχαηλίδη. Η πρώτη του επαφή με το σανίδι ήταν με το θίασο της κυρίας Κατερίνας στο έργο «Πρώτο Ψέμα» του Γεώργιου Ρούσσου. Στη συνέχεια εμφανίστηκε σε διάφορα θεατρικά με το Ντίνο Ηλιόπουλο και τη Βίλμα Κύρου.

Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε το 1960, στην ταινία «Χριστίνα» του Γιάννη Δαλιανίδη, με πρωταγωνιστές τον Ντίνο Ηλιόπουλο, την Τζένη Καρέζη και τον Ανδρέα Μπάρκουλη. Ακολούθησε ο «Σκληρός Άντρας», το «Παιδί της πιάτσας» και το «Έξυπνο πουλί», σε ρόλους που σφυρηλάτησαν ένα από τα μετέπειτα στερεότυπα του κοινού για τον Σταύρο Παράβα, αυτό του λαϊκού μάγκα. Την ίδια χρονιά (1961) ήρθε και η «Αλίκη στο Ναυτικό» ως συνάδελφος ναυτικός δόκιμος του Δημήτρη Παπαμιχαήλ.

Σε αυτή την περίοδο και στο πλάι του Κώστα Χατζηχρήστου εργάστηκε άοκνα στο μουσικό θέατρο, ανεβάζοντας μερικά πολύ δημοφιλή νούμερα, όπως ο «Nτένις ο τρομερός», ο «Ντιρλαντά» κ.ά.

Συνεχίζοντας τις κινηματογραφικές του εμφανίσεις, στα μέσα της δεκαετίας του 1960 έδωσε σάρκα και οστά στο διαβόητο «Φίφη» σε αλλεπάλληλες ταινίες, όπως «Εμίρης και κακομοίρης» (1964), «Μπετόβεν και μπουζούκι» (1965) και «Φίφης ο ακτύπητος» (1966). Αυτός ήταν και ο δεύτερος ρόλος που έγινε σήμα κατατεθέν για το Σταύρο Παράβα: Μια οπισθοδρομική απεικόνιση του ομοφυλόφιλου άντρα, περισσότερο βασισμένη στην εικόνα που, όμως, στη συντηρητική Ελλάδα του 1960 έβγαλε άφθονο γέλιο.

Στα χρόνια της δικτατορίας των Συνταγματαρχών κι ενώ η καριέρα του ήταν στο απόγειό της, ένα θεατρικό νούμερο στο «ΡΕΞ» στάθηκε η αιτία να φυλακιστεί στη Γυάρο και να βασανιστεί. Η περίοδος αυτή σφράγισε και την καριέρα του, αφού ο ίδιος γύρισε αλλαγμένος. Από το «Φίφη» και το «Μάγκα», έκανε στροφή στο κλασσικό και το σύγχρονο ρεπερτόριο. Στα αξιοσημείωτα, ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Λούκα Ρονκόνι, οι «Ιππείς» του Αριστοφάνη με το Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου, οι «Εκκλησιάζουσες», οι «Ψύλλοι στ' αφτιά» του Φεντό με τον θίασο Καλογεροπούλου, το «Μόνο ζευγάρι» με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, στα «Σκουπίδια», στα «Χριστούγεννα των Κουπιέλο» κ.ά.

Ο Σταύρος Παράβας συνεργάστηκε με μεγάλα ονόματα του θεάτρου και του κινηματογράφου. Έλαβε μέρος σε 47 ταινίες, σε πολλές θεατρικές παραστάσεις και σε τηλεοπτικά σήριαλ («Το φάντασμα», «Τα αδέρφια», «Οικογένεια Μουσαμά»). Βραβευθεί για το έργο του ως Πρόεδρος του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Σερρών, αλλά και για την προσφορά του στο θεατρικό σανίδι.

Από το γάμο του με τη σύζυγό του Άννυ απέκτησε τρία παιδιά: Δύο κόρες, τη Μάρθα και τη Βανέσσα, κι ένα γιο, τον Τζόναθαν. Την περίοδο της δικτατορίας, όμως, η σύζυγός και τα παιδιά του επέστρεψαν μόνιμα στην Αγγλία. Το 2002 ο γιος του πέθανε και ο θάνατός του του στοίχισε πολύ. Από κει και μετά η ζωή του άλλαξε, οι δουλειές του δεν πήγαιναν καλά, όμως, δεν το έβαλε κάτω...

Το Φεβρουάριο του 2008 εισήχθη στον Ερυθρό Σταυρό με επιπλοκές στην καρδιακή λειτουργία. Έπειτα από πολύμηνη μάχη, άφησε την τελευταία του πνοή στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, από ανακοπή καρδιάς.

Λεωνίδας Ντε Πιαν

23/12/2008




Ο χορευτής και χορογράφος, που εμφανίστηκε στις σπουδαιότερες σκηνές του κόσμου και διετέλεσε διευθυντής του μπαλέτου της Λυρικής, έφυγε στα 82 του.

Ο χορός στην Ελλάδα τού οφείλει πολλά. Ο Λεωνίδας Ντε Πιαν, μία από τις χαρισματικές προσωπικότητες, εκείνες που σημάδεψαν την τέχνη τους και την εποχή τους, κηδεύτηκε χθες στο Α' Νεκροταφείο με δαπάνη του υπουργείου Πολιτισμού. Χορευτής και χορογράφος, «μπαλαρίνος», όπως προτιμούσε να αποκαλεί εαυτόν.

Μπορεί να κέρδισε το κοινό σε όλο τον κόσμο με τις πιρουέτες του, μπορεί να χορογράφησε τα μεγαλύτερα έργα για μπαλέτο, ωστόσο ο ίδιος λάτρευε τη διδασκαλία και τους μαθητές του, οι οποίοι υπήρξαν πολλοί -το σύνολο των Ελλήνων χορευτών μαθήτευσε κοντά του- μέσα σε, περίπου, τρεις δεκαετίες.

Ανθρωπος ζωντανός, με πνεύμα, με χιούμορ, «περήφανος, ακούραστος, γενναιόδωρος, ανεξάντλητος με... τις απίστευτες ιστορίες σου να σκορπίζεις χαρά, γέλιο, γνώση, φως! Με έμφυτη μουσικότητα, με πνεύμα οξύ και αισιόδοξο, με αυτοσαρκασμό και χάρη! Χαριτωμένος δάσκαλος, πολύτιμος, γοητευτικός! Ενα μεγάλο αγόρι...», όπως σημειώνει η διευθύντρια της σχολής μπαλέτου της «Εθνικής Λυρικής Σκηνής», Ντένυ Ευθυμίου στη μνήμη του.


«Δον Κιχώτης» και «Λίμνη των Κύκνων» ήταν μεταξύ των έργων που χορογράφησε ο Λεωνίδας Ντε Πιάν


Ο Λεωνίδας Ντε Πιαν γεννήθηκε στην Αθήνα από πατέρα Ιταλό και μητέρα Ελληνίδα. Το 1947 έφυγε για να σπουδάσει στο Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου.

Υπήρξε αριστούχος της «Βασιλικής Ακαδημίας Χορού». Αργότερα, στο Παρίσι, σπούδασε με τη μεγάλη χορεύτρια της τσαρικής Ρωσίας Ολγα Πρεομπραζένσκα και τους Σ. Λιφάρ, Τ. Καρσάβινα, Α. Ντολίν, Β. Ιντζικόφσκι, Μπ. Νιζίνσκα, Α. Βολινίν.

Επί 20 χρόνια χόρεψε και χορογράφησε στα Μεγάλα Μπαλέτα του Μαρκήσιου ντε Κουέβας, στο Αμέρικαν Μπαλέ Θίατερ και στα Μπαλέτα της Γαλλίας. Ετσι του δόθηκε η ευκαιρία να κάνει πέντε φορές τον γύρο του κόσμου και να εμφανιστεί στα πιο φημισμένα θέατρα: Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης, Σαν Κάρλο της Νάπολης, Μπέγιας Αρτες του Μεξικού, Κολόν του Μπουένος Αϊρες, Κρατική Οπερα του Βερολίνου, Champs-Ιlysιes του Παρισιού. Εχει χορέψει όλο το κλασικό ρεπερτόριο: Ζιζέλ, Λίμνη των κύκνων, Καρυοθραύστη, Συλφίδες, Δον Κιχώτη και έργα των σύγχρονων χορογράφων Ζ. Μπαλανσίν, Τζ. Ρόμπινς, Ρ. Πετί, Μπ. Νιζίνσκα.

Ο Σερζ Λιφάρ και ο Ζορζ Σκιμπίν χορογράφησαν έργα ειδικά γι αυτόν.

Εχει ιδρύσει το «Κέντρο Κλασικού Μπαλέτου Κάμερ Ντε Πιαν» και το «Μπαλέτο Αθηνών». Την περίοδο 1994-1999 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπαλέτου της Λυρικής Σκηνής, με το οποίο ανέβασε τα έργα «Δον Κιχώτης» στο Ηρώδειο (1996), «Σεμπάστιαν» και «Κουρσάρος» που σημείωσαν ιδιαίτερη καλλιτεχνική επιτυχία.

Μεταξύ των τελευταίων χορογραφιών του ήταν η «Ζιζέλ» (2001) και η «Λίμνη των Κύκνων» (2006) που αποτέλεσε και το «κύκνειο άσμα» του στο «Μέγαρο Μουσικής Αθηνών». Είχε γράψει δύο αυτοβιογραφικά βιβλία, τις «Εξήντα αυλαίες» (εκδόσεις «Ωκεανίδα», 1989) και το «Εμένα κοιτάνε» (εκδόσεις «Καστανιώτης», 1997).

Διετέλεσε μέλος της καλλιτεχνικής επιτροπής της ΕΛΣ, του ΚΘΒΕ και του Δήμου Καλαμάτας, μέλος του ΔΣ του Πολιτιστικού Κέντρου Δήμου Αθηναίων, μέλος εξεταστικής επιτροπής διεθνούς διαγωνισμού Βάρνας (Βουλγαρία).

http://www.ethnos.gr

Ευγένιος Σπαθάρης(2 Ιανουαρίου 1924 - 9 Μαΐου 2009)








"Θα έπρεπε να φτιάξουν ένα άγαλμα του Καραγκιόζη. Όλη η Ελλάδα θεατρίστηκε μαζί του. Οι άνθρωποι με αυτόν έμαθαν να γελούν και να ονειρεύονται" έλεγε ο Ευγένιος Σπαθάρης.


Γεννήθηκε στην Κηφισιά στις 2 Ιανουαρίου 1924. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του άρχισε να ασχολείται με τη ζωγραφική και ιδιαίτερα με τους ήρωες του θεάτρου σκιών, από τους πρωτοπόρους του οποίου ήταν ο πατέρας του, ο οποίος απεβίωσε το 1974. Το γεγονός αυτό τον εξοικείωσε με το καλλιτεχνικό αυτό είδος και ξεκίνησε να δίνει ο ίδιος παραστάσεις, αρχικά στη διάρκεια της κατοχής, σε θέατρα της Αθήνας, σε πρεσβείες, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη κ.α..

Από τότε, έδωσε πληθώρα παραστάσεων, τόσο στην Ελλάδα όσο και σε χώρες του εξωτερικού, συμμετέχοντας σε διεθνή φεστιβάλ και συνέδρια ειδικά για το θέατρο σκιών. Παρουσίασε πολλά έργα με ήρωα τον Καραγκιόζη, τόσο ως άψυχο υλικό (φιγούρες ηρώων), όσο και σε έμψυχη (ζωντανή) παράσταση με ηθοποιούς, στο Κρατικό Θέατρο Β. Ελλάδος, στο «Ελληνικό Χορόδραμα», στο Θέατρο Χατζώκου (Θεσσαλονίκη), στο Θέατρο Συντεχνίας κ.α. με τις παραστάσεις «Το ταξίδι», «Το καταραμένο φίδι», «Ο δικτάτορας», «Ο Αλέκος με τα κυδώνια» κ.ά.


Το 1950 ο Ευγένιος πραγματοποιεί την πρώτη του συμμετοχή σε κινηματογραφική ταινία, στο Πικρό Ψωμί του Γρηγόρη Γρηγορίου. Έπαιξε έργα του στην κρατική τηλεόραση από το 1966 μέχρι το 1992[2]. Κάποια από τα έργα του αυτά κυκλοφορούσαν μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '90 σε βιντεοκασέτες, ενώ τις ημέρες του θανάτου του ξεκίνησε συμπτωματικά η κυκλοφορία τους σε DVD.


Το 1970 κυκλοφόρησε 13 εικονογραφημένα τεύχη (των 2 δρχ. έκαστο) με μαυρόασπρες φιγούρες και έγχρωμο εξώφυλλο. Ενώ το 1979 παρουσιάστηκε από τις εκδόσεις Νεφέλη το επιτυχημένο βιβλίο του «Ο Καραγκιόζης των Σπαθάρηδων» με εφτά έργα και εφτά περιλήψεις (τα τέσσερα δικά του και τα τρία του πατέρα του Σωτήρη). Από το 1962 κυκλοφόρησαν 10 έργα του σε δίσκους 45 στροφών από την His Master's Voice, ενώ ακολούθησαν άλλοι 2 δίσκοι 33 στροφών από τη Μinos-EMI αρχές της δεκαετίας του '80, και άλλες έξι παραστάσεις σε 6 αντίστοιχα CD από τη Legend το 2002.



Διακρίσεις

Ο Ευγένιος Σπαθάρης ήταν μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, του Ινστιτούτου Παγκοσμίου Θεάτρου (της ΟΥΝΕΣΚΟ). Έκανε περιοδείες σε πολλές χώρες λαμβάνοντας μέρος σε διάφορα φεστιβάλ και συνέδρια όπως: Παρίσι, Λιέγη, Ρώμη, Κάιρο, Λονδίνο, Κοπεγχάγη. Αλλά και ως ζωγράφος έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις ατομικές και ομαδικές στην Αθήνα, Ζυρίχη, Παρίσι και Νέα Υόρκη.

Τιμήθηκε με το Βραβείο Ρώμης (1962), με το Α' Μετάλλιο του Πρίγκιπα του Μοντ, το Α' Βραβείο Πολωνίας (1978), το Α' Μετάλλιο Τοσκανίνι (Ιταλία) το 1978 κ.α. Τέλος, το 2007 τιμήθηκε ιδιαίτερα από το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού για τη μεγάλη του προσφορά στο καλλιτεχνικό αυτό είδος, για το οποίο του αναγνωρίστηκε ο τίτλος του μεγάλου δασκάλου.


Το 1962 ο ηχογραφεί όλες τις κλασσικές παραστάσεις του Καραγκιόζη στην Κολούμπια και έτσι κυκλοφορούν οι πρώτοι δίσκοι του. Χαρακτηριστικό είναι πως στην Κολούμπια συνάντησε μερικούς από τους μεγάλους τραγουδιστές της εποχής, ανάμεσά τους και τον Μπιθικώτση, ο οποίος 17χρονών περίπου, τραγούδησε πίσω από τον μπερντέ.

Το 1966 δημιουργείται ο "Πειραματικός Σταθμός Τηλεόρασης" και ξεκινά με τον Καραγκιόζη του Σπαθάρη. «Ακούσατε, ακούσατε...", η χαρακτηριστική φωνή του λαϊκού ήρωα συντροφεύει, μικρούς και μεγάλους, από τη μικρή οθόνη, έως το 1992.

Από τις κυριότερες συνεργασίες ήταν τα τραγούδια "Εμένα φίλε με λένε Καραγκιόζη" (στίχοι Ν. Γκάτσου - μουσική Σ. Ξαρχάκου), το τραγούδι "Για την Ελλάδα ρε γαμώτο" του Στέλιου Φωτιάδη και "Η εκδίκηση του Καραγκιόζη" του συγκροτήματος "Modern Fears".


Ο Διάκος, ο Κολοκοτρώνης, ο Κατσαντώνης έγιναν οι πρωταγωνιστές του στα χρόνια της Κατοχής σε έργα ηρωϊκά, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να οδηγηθεί στην Κομαντατούρ. Είναι χαρακτηριστικό πως για να τον αφήσουν, αναγκάστηκε να δώσει δυο παραστάσεις για τον Φρούραρχο.

Τις φιγούρες τις έφτιαχνε μόνος του, από χαρτόνι κούτας και μπακαλόχαρτο. Πίσω από το πανί είχε μαζί του ένα ή δύο βοηθούς που βαστούσαν τις φιγούρες, τον τραγουδιστή που γνώριζε όλα τα τραγούδια της υπαίθρου, τα παραδοσιακά και το "τουρκάκι" , τον τραγουδιστή δηλαδή που γνώριζε τους αμανέδες και τα τούρκικα.


Το 1991 ιδρύθηκε το Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών Δήμου Αμαρουσίου, το οποίο λειτουργεί συστηματικά από το 1996, με στόχο την προβολή του θεάτρου σκιών και του καραγκιόζη.

Θάνατος

Στις 6 Μαΐου του 2009 και ενώ βρισκόταν στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών για να παραστεί σε εκδήλωση προς τιμήν του, έχασε την ισορροπία του και έπεσε από σκάλες, με αποτέλεσμα να υποστεί πολλά κατάγματα και να δημιουργηθεί σοβαρό αιμάτωμα στον εγκέφαλο, με την κατάστασή του να χαρακτηρίζεται κρίσιμη.Τελικά, στις 9 Μαΐου, ύστερα από τρεις ημέρες νοσηλείας απεβίωσε, σε ηλικία 85 ετών. Η σορός του εξετέθη σε λαϊκό προσκύνημα στο Σπαθάρειο Μουσείο Θεάτρου Σκιών και η κηδεία έγινε στις 13 Μαΐου του 2009, στο Μαρούσι, με δημόσια δαπάνη.

Ο Σπαθάρης και οι απλήρωτες κηδείες

Αδαµοπούλου

Οι εκλογές φαίνεται πως άφησαν απλήρωτα τα έξοδα κηδείας της «φωνής» του ελληνικού θεάτρου σκιών που πέθανε στις 9 Μαΐου πέρυσι
Τάξη στις απλήρωτες κηδείες που είχε αφήσει πίσω της η προηγούµενη κυβέρνηση επιχείρησε να βάλει το υπουργείο Πολιτισµού και Τουρισµού. Και ενώ έβαλε το χέρι στην τσέπη και πλήρωσε τα χρέη που είχαν «ξεχαστεί» για όσες κηδείες είχαν τελεστεί «δαπάνη του υπουργείου Πολιτισµού», µυστήριο καλύπτει το τι έγινε µε την κηδεία του Ευγένιου Σπαθάρη, καθώς έναν χρόνο µετά ο εργολάβος δεν έχει πληρωθεί, ενώ το ΥΠΠΟΤ υποστηρίζει πως δεν έχει καν στα χέρια του τα δικαιολογητικά.


«Με έκπληξη πληροφορήθηκα πρόσφατα από τον εργολάβο κηδειών που είχε αναλάβει την κηδεία του Ευγένιου Σπαθάρη πως ακόµη δεν έχει πληρωθεί», λέει στα «ΝΕΑ» ο δήµαρχος Αµαρουσίου, Γιώργος Πατούλης, καθώς ο Ευγένιος Σπαθάρης εκεί ζούσε, εκεί ετάφη και στην περιοχή βρίσκεται το µουσείο του. «Είχαµε καταθέσει εγκαίρως όλα τα δικαιολογητικά από τις 28 Μαΐου 2009, αλλά την 1η Οκτωβρίου µάς ενηµέρωσαν πως έλειπαν ορισµένα, τα οποία και αποστείλαµε.

Εκτοτε δεν είχαµε καµία ενηµέρωση, ενώ ο εργολάβος όταν ρώτησε στο ΥΠΠΟΤ τού απάντησαν πως ο φάκελος έχει µπει στο αρχείο.
Πιστεύω πως ο υπουργός δεν γνωρίζει την υπόθεση και πως το ζήτηµα είναι υπηρεσιακό. Αν δεν προτίθενται όµως να δώσουν τα χρήµατα, ας το δηλώσουν να καλύψω µε δηµοτική δαπάνη τα έξοδα κηδείας, ώστε να µη σέρνεται το όνοµα του Σπαθάρη», καταλήγει. Θύµα των εκλογών φαίνεται πως έπεσε σύµφωνα µε πηγές του ΥΠΠΟΤ ο άνθρωπος του οποίου η µορφή είχε ταυτιστεί µε το ελληνικό θέατρο σκιών και η τραχιά φωνή του µε εκείνη του Καραγκιόζη, καθώς τα τιµολόγια από την κηδεία του δεν έχουν εντοπιστεί.


«Φαίνεται πως τα επιπλέον δικαιολογητικά έφτασαν πάνω στην αλλαγή ηγεσίας, και καθώς δεν ήταν συγκεντρωµένα σε έναν φάκελο είναι πιθανόν να χάθηκαν», υποστηρίζουν πηγές του ΥΠΠΟΤ. «Δεν υπάρχει καµία πρόθεση να µην πληρωθεί η κηδεία του Ευγένιου Σπαθάρη. Ενδεικτικό άλλωστε των προθέσεων του υπουργείου είναι πως πληρώθηκαν και οι πέντε κηδείες που χρωστούσε η προηγούµενη κυβέρνηση: της Βέρας Ζαβιτσιάνου, του Λεωνίδα Ντεπιάν, του Σταύρου Παράβα, του Σταύρου Ξενίδη και της Σπεράντζας Βρανά».

http://digital.tanea.gr

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Μανόλης Ανδρόνικος: Μια μορφή μέσα στον χρόνο (Προύσα τον Οκτώβριο του 1919-30 Μαρτίου 1992)




Ο Mανόλης Aνδρόνικος του Λεωνίδα, Έλληνας Αρχαιολόγος, γεννήθηκε στην Προύσα τον Οκτώβριο του 1919. Αργότερα με την οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη.

Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Aθηνών, με πολύ καλές επιδόσεις. Αργότερα έγινε καθηγητής Kλασικής Aρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1952. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη με τον Sir John D. Beazley (1954-1955). Υπηρέτησε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), το 1961 έκτακτος καθηγητής της Β' έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα.

Παντρεμένος με την Ολυμπία Kακουλίδου. Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του σύλλογου «Η τέχνη». Aγαπούσε τον Παλαμά, το Σεφέρη και τον Eλύτη.

Πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στην Βέροια, την Νάουσα, το Κιλκίς, την Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στην Βεργίνα, όπου ανέσκαψε το σημαντικότατο νεκροταφείο τύμβων των γεωμετρικών χρόνων και συνέχισε σε συνεργασία με τον Γ. Μπακαλάκη την ανασκαφή του ελληνιστικού ανακτόρου που είχε αρχίσει το 1937 ο Κ. Α. Ρωμαίος. Η κορυφαία στιγμή της καριέρας του θεωρείται η 8η Νοεμβρίου 1977, όταν στην Βεργίνα έφερε στο φώς ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον βασιλικό τάφο του Φιλίππου του Β' βασιλιά της Μακεδονίας. Ο τάφος ήταν ασύλλητος με ανεκτίμητα ευρήματα. Αυτή ήταν και μία από τις μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ου αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο.
[Επεξεργασία] Εργογραφία

Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο και μελέτες κυριότερα των οποίων είναι:

* Αρχαίαι επιγραφαί Βεροίας, (1951)
* Ο Πλάτων και η Τέχνη, (1952)
* Πλάτωνος Φίληβος, (1957)
* Toten Kult, (1968)
* Βεργίνα, Ι, Το νεκροταφείο των Τύμβων, (1969)
* Το ανάκτορο της Βεργίνας, (σε συνεργασία με άλλους) (1971)

Και επίσης πολλές δημοσιεύσεις με κυριότερες:

* Ελληνικά επιτάφια μνημεία, (1961 - 1962)
* Mycenean and Greek Writing, (1967)
* Sarissa, (1970) κ ά.

Υπήρξε μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου (1964-1965), της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της Association Internationale des Critiques d' Art, καθώς και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου.

Έλαβε μέρος με ανακοινώσεις σε πολλά διεθνή συνέδρια. Προσκλήθηκε από Γερμανικά Πανεπιστήμια για διαλέξεις και σχεδόν απ΄ όλα της Ελλάδος. Διετέλεσε Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1968-1969). Μιλούσε εκτός της μητρικής του γλώσσας Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά.

Ο Mανόλης Aνδρόνικος, μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης (επί της οδού Παπάφη) πέθανε στίς 30 Μαρτίου 1992.

Σημειώνεται ότι το όνομά του γράφεται συνήθως με ωμέγα (Μανώλης), ο ίδιος το έγραφε με όμικρον (Μανόλης), για το λόγο αυτό στο παρόν άρθρο χρησιμοποιείται η γραφή του όπως το προτιμούσε ο ίδιος.

Ηλίας Πετρόπουλος




Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις του Ηλία Πετρόπουλου φιλοξενήθηκε το 1992 σε περιοδικό των Σκοπίων. Μέσα από τις προσωπικές του εμπειρίες, ο συγγραφέας μιλάει για τη Θεσσαλονίκη, τη Μακεδονία και τον ελληνικό εθνικισμό.


Μόλις κυκλοφόρησε το περιοδικό, ο Πετρόπουλος μας έστειλε σε φωτοτυπία το δημοσίευμα και το δικό του κείμενο στα ελληνικά, «αποκλειστικά για την "Ε"». Φυσικά, ούτε λόγος τότε για να δημοσιευτεί αυτό το κείμενο σε ελληνική εφημερίδα. Του εξηγήσαμε τηλεφωνικά το πρόβλημα και αντιμετωπίσαμε την πικρή του συγκατάβαση.

Ανασύρουμε σήμερα από το αρχείο μας αυτή τη συνέντευξη και την παρουσιάζουμε, παρά το γεγονός ότι τον τελευταίο καιρό αναβιώνουν κάποια κρούσματα μακαρθισμού, παρόμοια μ' εκείνα που είχαμε ζήσει στις αρχές της δεκαετίας του '90.

Το χρωστάμε, άλλωστε, στον ίδιο τον Πετρόπουλο, που δεν δίστασε σε όλη του τη συγγραφική διαδρομή να λέει τα πράγματα με το όνομά τους, όπως εκείνος τα αντιλαμβανόταν και χωρίς να υπολογίζει το προσωπικό κόστος.

Ποιο είναι το μυστικό της αυτοεξορίας σας;

«Η ελευθερία. Η ελευθερία να γράφεις χωρίς φοβίες και η ελευθερία να δημοσιεύεις χωρίς νομικές συνέπειες. Ανέκαθεν ήθελα να φύγω από την Ελλάδα για να μπορέσω να ανασάνω. Τελικώς, ξεκίνησα να φύγω την εποχή της Χούντας, αλλά δεν μου έδοσαν διαβατήριο. Κατάφερα να φύγω το 75. Ποτέ δεν ξαναγύρισα στην χώρα μου».

Το δοκίμιό σας για τη νοσταλγία και τη Θεσσαλονίκη ξεκινά με την εικόνα ελληνικής κατοχής της πόλης, το 1912. Ποιο είναι το περιεχόμενο των παιδικών σας αναμνήσεων;

«Η οικογένειά μας ανέβηκε "υποχρεωτικά" από την Αθήνα στην Θεσσαλονίκη, αφού ο πατέρας μου (ένας ασήμαντος δημόσιος υπάλληλος) πήρε μετάθεση για την βόρεια Ελλάδα. Αυτό έγινε στις αρχές της δεκαετίας του '30.
Συνεπώς, εγκατασταθήκαμε τότε σε μια Θεσσαλονίκη που ήτανε, ακόμη, η μεγάλη πολυεθνική πόλη, όπου κυριαρχούσε το εβραϊκό στοιχείο.
Οι εβραίοι, οι έλληνες, οι αρβανίτες (τους λέγαμε: αρναούτηδες), οι σέρβοι, οι αρμένηδες, οι σλαβομακεδόνες, οι βούργαροι, οι ρουμανόβλαχοι, οι λαζοί (άλλοι ήσανε ελληνόφωνοι κι άλλοι τουρκόφωνοι), οι καραμαλήδες (ορθόδοξοι τουρκόφωνοι από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας), οι ντονμέδες (εξισλαμισθέντες εβραίοι), οι φραγκολεβαντίνοι. Ολες αυτές οι εθνότητες ζούσαν σε αρμονία. Στην Θεσσαλονίκη δεν υπήρχαν γκέτο. Οι εθνότητες ήσανε οργανωμένες με διάφορους τρόπους: γειτονιά, επάγγελμα, ενορία (γύρο σε μιαν εκκλησία, ή χάβρα, ή τζαμί).

Υπήρχε μια ιδιάζουσα κάθετη και οριζόντια κοινωνική διάταξη. Οι άνθρωποι γνωριζόντουσαν από τις εθνικές τους ενδυμασίες. Οι καβάσηδες ήσαν αρβανίτες, οι φουρνάρηδες ηπειρώτες, οι σέρβοι είχαν πολλά ζαχαροπλαστεία, οι αρμένηδες είχαν το μονοπώλιο του καφέ, οι πλανόδιοι γαλατάδες ήσαν βλάχοι... Βέβαια, θυμάμαι τα πρώτα μου παιδικά χρόνια στην Αθήνα, που στο σπίτι μας την θεωρούσαμε σαν αληθινή πατρίδα μας.

Εκείνη την μακρινή εποχή οι παλιοελλαδίτες αντιμετώπιζαν σαν αποικία την Βόρεια Ελλάδα. Αλλωστε, τους κάτοικους της Βόρειας Ελλάδας τους αποκαλούσαν "βούργαρους". Η σχετική παράδοση συνεχίζεται, μέχρι σήμερα, στα γήπεδα του φουτ-μπολ: κάθε φορά που μια ομάδα της Θεσσαλονίκης κατεβαίνει στην Αθήνα οι αθηναίοι θεατές ουρλιάζουν "έξω οι βούργαροι" και άλλα χειρότερα».

Μετά τη διαίρεση της Μακεδονίας αυτή η βαλκανική μητρόπολη μετατρέπεται σε επαρχιακή πόλη;

«Πράγματι, από την στιγμή που η Θεσσαλονίκη έχασε την βαλκανική της ενδοχώρα ξέπεσε οικτρά. Παράδειγμα: πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το λιμάνι της Θεσσαλονίκης ήταν γεμάτο από ξένα πλοία. Μετά το 1925-1930 τα ξένα πλοία δεν είχανε κανένα λόγο να "πιάσουν" Θεσσαλονίκη. Υστερα από την απώλεια της βαλκανικής ενδοχώρας επακολούθησε κι ένα άλλο θανάσιμο πλήγμα: περίπου 40.000 εβραίοι εγκατέλειψαν για πάντα την Θεσσαλονίκη».

Πώς αποφασίσατε να στραφείτε στη λαογραφία;

«Οι λαογράφοι αρχίζουν να γράφουν πολύ αργά - συνήθως μετά τα πενήντα τους. Είχα την τύχη ν' αρχίσω το γράψιμο σχετικώς νωρίς. Δουλεύω πάντα πάνω σε θέματα που αγνοούν, ή περιφρονούν, οι πανεπιστημιακοί. Ετσι, δουλεύοντας ουσιαστικώς δίχως βιβλιογραφία, ανατρέχω πάντα στην μνήμη μου, που την χρησιμοποιώ σαν τράπεζα πληροφοριών. Είχα αρχίσει να μαζεύω παλιές φωτογραφίες από τα φοιτητικά μου χρόνια, γύρο στο '50. Ετσι, μου είναι σχετικά εύκολο να δημοσιεύω διάφορα βιβλία για τη Θεσσαλονίκη. Ομως, το πρόβλημα είναι αλλού: δεν μπορείς να γράψεις τις λεζάντες των φωτογραφιών αν δεν κατέχεις απόλυτα την τοπογραφία της Παλιάς Σαλονίκης - μια τοπογραφία που έχει εξαφανιστεί εδώ και τριάντα χρόνια».

Ποιοι είναι οι συγγραφείς που σας έχουν επηρεάσει περισσότερο;

«Δεν νομίζω ότι έχω δεχθεί συγκεκριμένες επιρροές από συγκεκριμένους συγγραφείς. Ο θεωρητικός οπλισμός μου και η ποιητική μου παιδεία βασίζεται κυρίως στην ελληνική και νεοελληνική γραμματολογία. Η γλώσσα μου είναι τα ελληνικά. Δουλεύω με αυτή τη γλώσσα. Για να μάθω καλά ελληνικά έπρεπε να μελετήσω προσεκτικά πώς μιλάει ο λαός μας και έπρεπε να διαβάσω τους έλληνες ποιητές και πεζογράφους. Από τους παλιούς αγαπώ τον Καβάφη, τον Κάλβο, τον Καρυωτάκη, τον Παπαδιαμάντη, τον Ροΐδη, τον Βιζυηνό. Δεν μου αρέσει καθόλου μήτε ο Καζαντζάκης, μήτε ο Ρίτσος. Προτιμώ άλλους: τον Αναγνωστάκη, τον Καρούζο, τον Εμπειρίκο, τον Γονατά, τον Ελύτη...»

Και από τους ευρωπαίους;

«Απεχθάνομαι το περιβόητο esprit francais. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιοι γάλλοι συγγραφείς που αγαπώ. Και πριν απ' όλους τον Σταντάλ. Θαυμάζω τους ρώσους κλασικούς, την αμερικάνικη λογοτεχνία εν γένει, καθώς και την αγγλική, τους μεγάλους ιταλούς συγγραφείς, ορισμένους σκανδιναβούς (τον Κνουτ Χάμσουν, τον Στρίνμπεργκ), ορισμένους γερμανούς (λέω "ορισμένους" γιατί λόγου-χάρη ο Τουχόλσκι με εντυπωσιάζει περισσότερο από τον Μπρεχτ)».

Μια από τις πιο τραγικές περιόδους της Ελλάδας είναι η περίοδος του εμφυλίου πολέμου (1946-49). Οι αναμνήσεις σας από εκείνη την περίοδο;

«Ωχ! Το 1990 εδημοσίευσα το βιβλιαράκι "Πτώματα, πτώματα, πτώματα", όπου μιλάω για την γερμανική Κατοχή (1941-1944) και για τον Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949). Νομίζω ότι, η Γιουγκοσλαβία και η Ελλάδα είχανε τα πιο ισχυρά κομουνιστικά κόμματα της πολεμικής περιόδου. Το ελληνικό κομουνιστικό κίνημα πνίγηκε στο αίμα. Ομως, η χειρότερη περίοδος που περάσαμε, εμείς οι αριστεροί, ήταν η κρυπτοδικτατορία του Καραμαλή (1955-1963) - κι όχι ο Εμφύλιος Πόλεμος, ή η δικτατορία της Χούντας...»

Γνωρίζετε το γεγονός ότι περίπου 28 χιλιάδες παιδιά μετά τον εμφύλιο πόλεμο είχαν διασκορπιστεί ως πρόσφυγες σ' όλο τον κόσμο;

«Το ξέρω πολύ καλά. Αλλά αυτά τα αρπαγμένα παιδιά δεν καταγόντουσαν μόνο από την Μακεδονία. Και ήσανε στην πλειοψηφία τους ελληνόπουλα από διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας. Και το σπουδαιότερο: η ελληνική φασιστική Δεξιά (υπό την προστασία της βασίλισσας Φρειδερίκης) άρπαξε χιλιάδες άλλα παιδιά και τάκλεισε σε σχολεία-φυλακές που υπήρχαν σ' όλη την Ελλάδα, από την Θεσσαλονίκη ως την Ρόδο».

Πώς εκτιμάτε την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού και του στρατηγού Μάρκου, ο οποίος πρόσφατα αναπαύθηκε;

«Δεν μπορείς να απαντήσεις σε δυο-τρεις αράδες πάνω σε ένα τόσο δύσκολο θέμα. Σήμερα ξέρουμε, πια, ότι ο Στάλιν είχε εγκαταλείψει τους έλληνες αντάρτες, και, ότι, επίσης, ο Τίτο είχε πάψει να ενισχύει τον Δημοκρατικό Στρατό, και, επιπλέον, το καλοκαίρι του '49 είχε αφήσει τον ελληνικό στρατό να μπει στο έδαφος της Γιουγκοσλαβίας και να χτυπήσει πισώπλατα τους αντάρτες. Ο Μάρκος στην κατοχή και στον Εμφύλιο Πόλεμο έπαιξε έναν καλό ρόλο. Ομως, ούτε αυτός κατάφερε να αποτρέψει τους κομουνιστές από την μέθοδο των πολιτικών δολοφονιών».

Εσείς αντιδράσατε γράφοντας ενάντια στον επίσημο ελληνικό σοβινισμό. Πώς ερμηνεύετε την εμφάνισή του;

«Πιστεύω ότι ο ρατσισμός είναι ένα φυσιολογικό φαινόμενο και ότι είναι αδύνατον να τον ξεριζώσουμε. Και ακριβώς γιαυτό, απαιτείται ένας συνεχής και έντονος αγώνας εναντίον του ρατσισμού, που, ως γνωστόν, εμφανίζεται με πολλές μορφές. Ο νεοελληνικός ρατσισμός οφείλεται, κατά μεγάλο μέρος, στην παιδεία μας που οδηγεί τα ελληνόπουλα στην παρανοϊκή αντιμετώπιση της βαλκανικής πραγματικότητας. Νομίζω ότι, το καλύτερο αντίδοτο κατά του ρατσισμού είναι η βαθιά γνωριμία μεταξύ των λαών.

Οσο για τους τάφους των βογομίλων της Βεύης, τους είδα με τα μάτια μου και τους εδημοσίευσα και στην Αθήνα και στο Παρίσι. Εννοείται πως η Μελίνα Μερκούρη δεν απάντησε ποτέ ούτε στην επίσημη επιστολή μου, ούτε στα άρθρα μου. Ετσι, η ψευτοσοσιαλίστρια υπουργίνα "απόδειξε" πως οι σλάβοι δεν πατήσανε ποτέ το "ιερόν έδαφος" της Ελλάδας!»

Ποιες είναι οι αναμνήσεις σας από την περίοδο της στρατιωτικής χούντας στην Ελλάδα;

«Η δικτατορία των συνταγματαρχών ήτο περισσότερο γελοία, παρά σκληρή. Ναι, υπήρξαν πολλές περιπτώσεις βασανισμού. Αλλά, όταν ο Καραμαλής ήταν πρωθυπουργός είχαμε πολύ περισσότερους βασανισμούς. Με την μικρή διαφορά ότι, τότε, εβασάνιζαν τους κομουνιστές, ενώ ο Παπαδόπουλος "απετόλμησε" να βασανίζει πολίτες "πρώτης κατηγορίας" που ανήκαν στο Κέντρο, ή και στην Δεξιά. Αυτοί οι μπουρζουάδες, όταν βρέθηκαν στα μπουντρούμια της Ασφάλειας, ανακάλυψαν κα-τά-πλη-κτοι ότι η Αστυνομία είχε το "δικαίωμα" να βασανίζει, χρησιμοποιώντας επί τούτω ειδικευμένο προσωπικό, εργαλεία κτλ. Σήμερα στην Ελλάδα επανήλθαμε στα παλιά κλασικά βασανιστήρια. Ποτέ μου δεν επίστεψα στην αφέλεια των μπουρζουάδων».

Η διένεξη μεταξύ του ορθόδοξου κλήρου και των περισσότερων Ελλήνων καλλιτεχνών είναι παρούσα στον 20ό αιώνα-τα παραδείγματα με τον Καζαντζάκη, η τελευταία ταινία του Αγγελόπουλου... Ποια είναι η προσωπική σας εμπειρία από αυτό το χώρο;

«Είμαι άθεος. Σιχαίνομαι τους παπάδες. Αυτομάτως είμαι στο πλευρό του σκηνοθέτη Αγγελόπουλου (καθώς, βεβαίως, και της Λιάππα), που προσπαθούν να τους τρομοκρατήσουν κάποιοι μητροπολίτες και κάποια τσογλάνια της Νέο-ορθοδοξίας. Η διένεξη του Καζαντζάκη με την Εκκλησία δεν είχε πολύ μεγάλη σημασία.

Ο Καζαντζάκης δεν υπήρξε επαναστάτης. Στον τάφο του βλέπεις έναν πανύψηλο σταυρό. Πολύ σημαντικότερες ήσανε οι περιπτώσεις του Ροΐδη και του Λασκαράτου, που τους αφόρισε η Εκκλησία. Ο Ροΐδης είναι, πιθανότατα, ο σπουδαιότερος Ελληνας πεζογράφος. Και ο πιο καλλιεργημένος».

Σήμερα είμαστε μάρτυρες μιας μαζικής εκδήλωσης σοβινισμού με τη διοργάνωση του συλλαλητηρίου στη Θεσσαλονίκη, το οποίο στρέφεται ενάντια στη διεθνή αναγνώριση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, μιας πρώην γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας. Πώς βλέπετε αυτό το πρόβλημα;

«Η μεγάλη λαϊκή συγκέντρωση της Θεσσαλονίκης (η οργανωμένη από ΟΛΑ τα κόμματα!!!) ήταν μια σχιζοφρενική και επικίνδυνη εκδήλωση. Οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης δεν ξέρουν (ή παριστάνουν πως δεν ξέρουν) τι είναι οι σλαβομακεδόνες και ποιούς λέγαμε σλαβομακεδόνες. Η μάφια των πουλημένων καθηγητών των πανεπιστημίων έπραξε το παν για να αποδείξει την "ελληνικότητα" της Μακεδονίας, ενώ συχνά οι καθηγητές δεν είναι σε θέση να αποδείξουν την "ελληνικότητα" του εαυτού τους.

Αυτό ισχύει για τον Καραμαλή που μιλάει απαίσια την γλώσσα μας (νομίζω ότι η μάνα του μίλαγε βουργάρικα και ο πατέρας του τούρκικα), για τον αρχαιολόγο Μανόλη Ανδρονίκογλου (ή κάπως έτσι...) και για όλους τους όψιμους "έλληνες", που, από κόμπλεξ μειονεξίας, παριστάνουν τους σούπερ-πατριώτες».

Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής από την αρχή αυτού του έτους γράφει επιστολές προς τους ευρωπαίους εταίρους του για να στρέψει την προσοχή τους προς το ζήτημα της Μακεδονίας, όπου και ο ίδιος έχει γεννηθεί. Η Ευρώπη θα τον ακούσει ή όχι;

«Στην Ευρώπη δεν μετράει η υπογραφή του Καραμαλή. Η Ευρώπη περνάει μιαν οδυνηρή μεταβατική περίοδο, όπου, αναγκαστικώς, έχει εμπλακεί και το βαλκανικό πρόβλημα. Η Ελλάδα, μη διαθέτοντας μιαν εθνική στρατηγική, προσπαθεί να αντιδράσει με σπασμωδικά διπλωματικά μέσα. Νομίζω ότι, η Ελλάδα έχει χάσει το παιχνίδι εκ των προτέρων. Αυτό που προέχει στην ευρύτερη περιοχή Βαλκάνια/Μαύρη Θάλασσα/Κασπία είναι η Τουρκία, που, ολοταχώς, αποβαίνει μια μεγάλη δύναμη.

Οι έλληνες πολιτικάντηδες αδυνατούν να στοχαστούν πάνω στις νέες προοπτικές και, υπακούοντας σε μια τιποτένια δημαγωγική τακτική, αφήνονται στην γοητεία του εθνικισμού και του ρατσισμού. Η ελληνική κυβέρνηση έχει, ήδη, συναντήσει το νέο κράτος της Μακεδονίας σε αρκετές διεθνείς συμβάσεις, αλλά τώρα ήρθε η ώρα να αρνηθεί αυτό το κράτος. Η ελληνική κυβέρνηση είναι εξίσου τυφλή και στα εξωτερικά και στα εσωτερικά θέματα. Θέλω να πω ότι, ίσως δεν είμαστε πολύ μακριά από την μέρα που οι κρητικοί θα απαιτήσουν την ανεξαρτησία της Κρήτης».

Τι σημαίνει για σας η Μακεδονία;

«Οι κούρδοι γυρίζουν, εκεί, ανάμεσα Αρμενία και Μεσοποταμία, πολύ πριν από την εποχή του Ξενοφώντα. Οι κούρδοι δεν κατάφεραν να αποχτήσουν δικό τους σπίτι. Ομως, οι μακεδόνες της πρώην Γιουγκοσλαβίας μπόρεσαν να χτίσουν την δικιά τους ανεξάρτητη Μακεδονία. Οι νεοέλληνες φρονούν πως είναι κληρονόμοι της αρχαίας Ελλάδας και του Βυζαντίου και ότι μπορούν να διεκδικούν μονοπωλιακώς την λέξη "Μακεδονία". Επίσης, οι νεοέλληνες επιμένουν να ονομάζουν την Ισταμπούλ: 'Κωνσταντινούπολη'. Οι συμπατριώτες μου θα αναγκαστούν να πιούν πολλά πικρά ποτήρια».

ο ΙΟΣ | δημοσίευση στην κυριακάτικη Ελευθεροτυπία

ΚΩΣΤΑΣ ΑΞΕΛΟΣ(26 Ιουνίου 1924 - 4 Φεβρουαρίου 2010)




Ο παράνομος στοχαστής

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ: Ο Κώστας Αξελός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1924, σε αστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν γιατρός και η μητέρα του ανήκε στην παλιά αθηναϊκή οικογένεια Ξηροταγάρου. Το ενδιαφέρον του για τη φιλοσοφία εκδηλώθηκε πολύ νωρίς, στην εφηβεία. «Ορισμένα διαβάσματα λογοτεχνικά, δεν θα αναφέρω πολλά ονόματα, θα αναφέρω μόνο τα μυθιστορήματα του Ντοστογέφσκι, ορισμένα διαβάσματα κειμένων, του Νίτσε ιδίως, όσο μπορεί να τα καταλάβει ένας έφηβος, ορισμένα μαθήματα στο γυμνάσιο, με οδήγησαν να καταλάβω ότι υπάρχει μια διάσταση της σκέψης, της αρθρωμένης σκέψης, που καλείται εδώ και 2.500 χρόνια φιλοσοφία.

Και μετά άρχισα να σπουδάζω συστηματικά τη φιλοσοφία, και μετά την δίδαξα επί σειρά χρόνων στη Σορβόννη, και συγχρόνως έγραφα, γιατί φιλοσοφία είναι κάτι που λέγεται και γράφεται, γίνεται μέσα από τον διάλογο και τη γραφή και την επικοινωνία με τον αναγνώστη», είχε πει το 1990 σε συνέντευξή του στο περιοδικό «Περίπλους». Προτού φθάσει όμως στη Γαλλία ο Αξελός πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Διαγράφτηκε από το κόμμα το 1945 και καταδικάστηκε εις θάνατον ερήμην από κάποιο δικαστήριο δεξιάς κυβέρνησης.

Το 1945 έφυγε για το Παρίσι με τις περίφημες υποτροφίες του γαλλικού κράτους. Είχε φύγει τότε όλο το άνθος της ελληνικής διανόησης, ανάμεσά τους ο Καστοριάδης, ο Σβορώνος, ο Κανδύλης, ο Κύρου, η Μιμίκα Κρανάκη, ο Κώστας Κουλεντιανός κ.ά. Στη Γαλλία εργάστηκε από το 1950 ως το 1957 στο Εθνικό Κέντρο Ερευνας, όπου επεξεργάστηκε τις διατριβές του.

Το 1959 υπεστήριξε στη Σορβόννη τις διατριβές «Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία» και «Ο Μαρξ στοχαστής της τεχνικής», που αποτελούν τους δύο τόμους της τριλογίας «Το ξετύλιγμα της περιπλάνησης». Από το 1962 ως το 1973 δίδαξε στη Σορβόννη αλλά δεν έγινε ποτέ καθηγητής, θεωρώντας ότι «το πανεπιστήμιο δεν είναι ο χώρος της ριζικής σκέψης». Γενικά η ζωή του κινήθηκε στον ιδιωτικό χώρο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν παίρνει θέση πάνω στα κρίσιμα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης και του κόσμου.

Μια από τις ελάχιστες δημόσιες δραστηριότητές του ήταν η σχέση του με το περιοδικό «Arguments» («Επιχειρήματα») και η διεύθυνση, από το 1960, της ομώνυμης σειράς στις Εκδόσεις του Μεσονυκτίου. Η φιλοσοφική σκέψη, η ιστορία, η οικονομία, η πολιτική, η ψυχολογία, η ψυχιατρική, η γλώσσα και οι τέχνες βρήκαν «καταφύγιο» στη σειρά αυτή.

ΕΡΓΟ: Δεν πρέπει να αγνοούμε ότι το πρώτο βιβλίο του Αξελού κυκλοφόρησε πολύ νωρίς, το 1952 και μάλιστα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Παπαζήση. Ηταν «Οι φιλοσοφικές Δοκιμές». Το έργο του όμως αποτυπώνεται στις τρεις τριλογίες «Το ξετύλιγμα της περιπλάνησης», «Το ξετύλιγμα του παιχνιδιού», «Το ξετύλιγμα μιας αναζήτησης». Μείζονα έργα που ακολούθησαν ήταν η Ανοιχτή Συστηματική (1984), για την ενότητα του κόσμου, και οι Μεταμορφώσεις (1991), για τις μεταμορφώσεις του κόσμου.

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ: Οσοι τον γνωρίζουν μιλούν για έναν άνθρωπο ελεύθερο και μοναχικό, με μεγάλη ψυχική ανθεκτικότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν δίνεται στον άλλον, με έναν τρόπο ερωτικό και ταυτόχρονα ανοιχτό. Πολλές απόψεις του έχουν καταγραφεί σε συζητήσεις και σε συνεντεύξεις. Πάντοτε όμως υπάρχει μια ένσταση για τους εμπειρικούς συνομιλητές του και έτσι δεν διστάζει να κάνει με τον εαυτό του συζητήσεις φανταστικές, θέτοντας σε δοκιμασία και δοκιμή το ίδιο του το έργο.

Στις 5 Μαρτίου 1992 ο Κώστας Αξελός ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Παντείου Πανεπιστημίου και ολοκλήρωσε την απάντησή του στη laudatio του καθηγητή Γιάγκου Ανδρεάδη με ένα ανέκδοτο:

«Κάποτε ο Βούδας, που στεκόταν ο ίδιος πέρα από το θεϊκό και το ανθρώπινο, έκανε μια ομιλία στους ανθρώπους που είχαν μαζευτεί γύρω του. Μια ομιλία και όχι διάλεξη, γιατί ευτυχώς εκείνη την εποχή δεν δίνονταν διαλέξεις. Αμα τελείωσε την ομιλία του, ένας ακροατής σηκώθηκε και του είπε: Μας μιλάς αφ' υψηλού, είσαι ένας ταχυδακτυλουργός των λόγων, είσαι αινιγματικός, σκοτεινός, τυχοδιώκτης και απατεώνας, όλα αυτά που μας λες είναι δυσνόητα, δεν είναι αληθινά, δεν δίνεις απάντηση σε τίποτε, μας κοροϊδεύεις. Και ο Βούδας του απάντησε ήρεμα: Ναι, έχεις κι εσύ δίκιο, παιδί μου, κι εσύ είσαι Βούδας.

Και ο «πεφωτισμένος λυτρωτής» πρόσθεσε πιο χαμηλόφωνα και με ένα συγκρατημένο και σχεδόν αδιόρατο χαμόγελο: Και ο Βούδας είναι μάταιος, όπως και η ζωή και οι αλυσιδωτές αναγεννήσεις - μετενσαρκώσεις ή μετεμψυχώσεις της, που πέρα από κάθε επιθυμία μπορούν να βρουν το οριστικό τους τέλος».

Σε αυτή τη στοχαστική αποστροφή μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη συνθήκη του Κώστα Αξελού, ο οποίος δεν θεωρεί τον εαυτό του φιλόσοφο αλλά στοχαστή, και μάλιστα στοχαστή παράνομο, «έξω από όλα τα κυκλώματα ή τα αντικυκλώματα, που δεν προσπαθεί να ιδρύσει σχολές και να έχει οπαδούς».

Αλλωστε στην αναγγελία του βιβλίου του Ανοιχτή Συστηματική (πρώτη έκδοση 1984) είχε δηλώσει: «Δεν επιδιώκουμε να προσφέρουμε ένα σύστημα του κόσμου ή της σκέψης ­ όπου κόσμος και σκέψη παραμένουν το καθένα τους λίγο πολύ ξεχωριστό και κλειστό ­ αλλά να επεξεργαστούμε μια ανοιχτή συστηματική που προσπαθεί να φέρει ως τη γλώσσα και να σκεφτεί το άνοιγμα και τα ανοίγματα του κόσμου, αδιαχώριστα από το άνοιγμα και τα ανοίγματα του χρόνου».

* Το τέλος
της φιλοσοφίας

Μπορεί αυτός ο προσδιορισμός του παράνομου να μοιάζει αντιφατικός σε σχέση με τις δεκάδες των τιμητικών αναγνωρίσεων και διακρίσεων ή με τις θέσεις που κατά καιρούς είχε ο Αξελός σε επίσημους οργανισμούς παραγωγής έρευνας και ιδεών, όπως το Εθνικό Κέντρο Ερευνών της Γαλλίας ή το Πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Αλλά τελικά ο προσδιορισμός δεν έχει σχέση με τις όποιες «διοικητικές» αναγνωρίσεις αυτού που σκέφτεται. «Γιατί το υπόγειο ρεύμα που διαπερνάει αυτόν που προσπαθεί να σκεφθεί μένει ακριβώς παράνομο. Δεν γίνεται παραγωγικά αποδεκτό», διευκρινίζει ο Αξελός.

Γιατί όμως στοχαστής και όχι φιλόσοφος; Μήπως γιατί ζούμε το τέλος της φιλοσοφίας; Την απάντηση θα την βρούμε αν αναζητήσουμε τις ρίζες και την καταγωγή της δικής του στοχαστικής περιπέτειας και τις συνιστώσες του έργου του. Περισσότερο από τη φιλοσοφία, στο «εγχείρημα» του Αξελού κυριαρχεί η σκέψη. Ο ίδιος την χαρακτηρίζει «σύλληψη και έκφραση του αρθρωμένου όσο και αποσπασματικού και διασπασμένου Ολου, ως Ολον του κόσμου και των αποσπασμάτων του».

Αν η φιλοσοφία αρχίζει με τον Πλάτωνα στον 4ο αιώνα π.Χ. «ως ένας ιδεαλισμός που αναπτύσσεται με την ιδέα του λογικού αληθούς, την ιδέα του ηθικού αγαθού και την ιδέα του αισθητικού καλού» και ολοκληρώνει τις δυνατότητές της με τον Χέγκελ, στο Βερολίνο του 19ου αιώνα μ.Χ., η σκέψη προϋπάρχει της φιλοσοφίας και συνεχίζεται μετά από αυτή. Στην προφιλοσοφική σκέψη ανήκει βεβαίως ο Ηράκλειτος, ένας από τους πυλώνες του εγχειρήματος του Αξελού. Μετά τον Χέγκελ, οι μεγαλύτεροι στοχαστές είναι «μεταφιλόσοφοι».

«Ο μεταφιλόσοφος αναλαμβάνει όλη τη φιλοσοφική παράδοση και προσπαθεί να την ξεπεράσει προς την κατεύθυνση μιας σκέψης που δεν υπόκειται πια σε ένα ιδανικό και που προσπαθεί να τραντάζει τις μορφές της λογικής, της ηθικής και της αισθητικής», είχε πει ο Αξελός το 1971 στη διάρκεια μιας συζήτησής του με τον γάλλο πολιτικό σχολιαστή Ζαν - Πιερ Φορζέ, μεταγράφοντας με άλλο τρόπο το στοχαστικό ανέκδοτο του Βούδα.

Σε αυτή την κατηγορία των μεταφιλοσόφων τοποθετεί ο ίδιος τον εαυτό του. «Το εγχείρημά μου είναι μεταφιλοσοφικό και σκεπτόμενο», έχει πει, ορίζοντας και τα πεδία της σκεπτόμενης δράσης του. «Από τον προφιλόσοφο Ηράκλειτο ως την ολοκλήρωση της φιλοσοφίας και τη διαπίστωση του τέλους της ιστορίας στον Χέγκελ, μέσα από τον στοχαστή Μαρξ, τους Χέλντερλιν, Ρεμπό, τελευταίους ποιητές, τον Νίτσε, κριτικό και εξάγγελο, τον αναλυτή Φρόιντ και τον Χάιντεγκερ, ο οποίος δεν παύει να είναι ένας αινιγματικός στοχαστής που στοχάζεται το αίνιγμα, έχω ακολουθήσει μια κεντρική σκέψη που μου επιβαλλόταν, προσπαθώντας να κάνω την ιδέα της αλήθειας να βγει από τους αρμούς της και να θεωρήσω τον κόσμο σαν να μην είναι ούτε με νόημα ούτε παράλογος, αλλά όπως ξετυλίγεται σαν παιχνίδι που περιέχει και που συντρίβει τη συνδυαστική όλων των παιχνιδιών».

* Περιπλάνηση
και παιχνίδι

Πρέπει να συγκρατήσουμε αυτές τις φράσεις του Κώστα Αξελού γιατί συνοψίζουν, όσο αυτό είναι δυνατόν, το εγχείρημά του. Πρώτα από όλα δίνουν τον αστερισμό των στοχαστών όπου ο ίδιος περιπλανάται. Δίπλα στον Ηράκλειτο, στον Μαρξ, στον Χέγκελ, στον Χάιντεγκερ και στον Φρόιντ, βρίσκουμε τον Χέλντερλιν και τον Αρθούρο Ρεμπό. Σε αντίθεση με τη φιλοσοφία που δυσπιστούσε απέναντι στην ποίηση, ο Αξελός ξέρει να βαδίζει στους δρόμους της ποιητικότητας, ξέρει να ακούει τις ρήσεις του Ρεμπό, γιατί η ποίηση και η τέχνη είναι συνιστώσες του κόσμου, συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό στο παιχνίδι του κόσμου.

«Η τέχνη μας κάνει να βλέπουμε και να ακούμε σχέδια, χρώματα, ήχους και ρυθμούς του κ/Κόσμου, αποκρύβοντάς τα και αποκαλύπτοντάς τα», γράφει στην Ανοιχτή Συστηματική.

Ταυτόχρονα οι φράσεις του θέτουν τις δύο θεμελιώδεις έννοιες του (μετά)φιλοσοφικού στοχασμού του που είναι η Πλανητική Σκέψη και το Παιχνίδι του Κόσμου. Ο Αξελός επεξεργάστηκε αυτές τις δύο έννοιες και τις προβολές τους σε μια σειρά έργων που συγκροτούν τρεις τριλογίες: «Το ξετύλιγμα της Περιπλάνησης» (1961-1964), «Το ξετύλιγμα του παιχνιδιού» (1969-1977), «Το ξετύλιγμα μιας αναζήτησης» (1969-1979).

«Πλανητική σκέψη εννοώ μια σκέψη που παίρνει τη σκυτάλη από την ευρωπαϊκή και σύγχρονη σκέψη και που απλώνεται σε όλη την υδρόγειο σφαίρα, δηλαδή στον πλανήτη Γη. Η πλανητική σκέψη, κι αυτός είναι ο νεωτερισμός της, δεν είναι πλέον μια σκέψη της αλήθειας αλλά μια σκέψη της περιπλάνησης. Καθώς, ελληνικά, πλανήτης σημαίνει πλάνης αστήρ, η μοίρα του δικού μας περιπλανώμενου άστρου είναι να ριχτούμε σε ένα δρόμο όπου όλες οι αλήθειες εμφανίζονται ως θριαμβικές μορφές της περιπλάνησης», είχε πει στον Ζαν - Πιερ Φορζέ.

Και για το Παιχνίδι του Κόσμου είχε πει στον ίδιο συνομιλητή του: «Ως τώρα ο κόσμος υπαγόταν πάντοτε σε ένα Απόλυτο, τη Φύση, τον Θεό, τον Ανθρωπο (τη θέληση και τη σκέψη του). Τα τρία αυτά απόλυτα είναι ήδη νεκρά ή έχουν περάσει στη φάση του τέλους τους. Στη θέση τους έχουμε να αντιμετωπίσουμε τον ίδιο τον κόσμο, που είναι το σύνολο των συνόλων των παιχνιδιών που μας φανερώνονται και με τα οποία παίζουμε. Ο άνθρωπος είναι ο μεγάλος συμπαίκτης του παιχνιδιού του κόσμου, αλλά ο άνθρωπος δεν είναι μόνο παίκτης, είναι επίσης ο «εμπαιζόμενος», το άθυρμα».

Σαν να συμμερίζεται την απορία εκείνου του ακροατή του Βούδα που λοιδορεί τον «λυτρωτή» ότι δεν δίνει απαντήσεις σε τίποτε, ο Κώστας Αξελός δίνει απαντήσεις, αλλά μέσω ενός ερωτηματικού τρόπου. Η σκέψη του είναι εξαιρετικά ερωτηματική και τα γραπτά του περιέχουν πλήθος ερωτημάτων αλλά και ερωτηματικών. Γιατί σκεφτόμαστε; Τι να πράξουμε; είναι οι τίτλοι δύο περίφημων διαλέξεών του (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νεφέλη).

* Η σκέψη
και η πράξη

Ο Αξελός δεν είναι στοχαστής του εργαστηρίου. Χωρίς να ακολουθεί τις μόδες της εποχής, που συχνά - πυκνά φέρνουν στον αφρό των media φιλόσοφους και «φιλόσοφους», έχει θέσεις και ερωτήματα για το κράτος, τα πανεπιστήμια, τις εκκλησίες, τα κόμματα, τα ΜΜΕ, τις ιδεολογίες, την οικολογία, την τεχνική.

Κριτικός απέναντι στο «θλιβερό» κράτος, ιδιαίτερα το ελληνικό, κριτικός απέναντι στην πολιτική, «που δεν αποτελεί παρά μια τεχνικογραφειοκρατική διαχείριση για τους εκάστοτε κυβερνώντες όσο και για τους εκάστοτε αντιπολιτευόμενους», κριτικός για τα πολύμορφα μαζικά μέσα «ενημέρωσης», «που εξαντλούν τα όρια αντοχής όλων των κοινωνιών και πολιτευμάτων», κριτικός με τη μεταστροφή του ανθρώπου σε «οικονομικό κτήνος», κριτικός με την οικολογία, «που μπορεί να ονομάζει ορισμένα δεινά, να προβαίνει σε αρνήσεις, αλλά δεν βλέπει τις προϋποθέσεις και τις ανάγκες του σημερινού και αυριανού κόσμου, μένει νοσταλγική», ο Αξελός, όσο και αν αυτό φαίνεται ηθικολογικό, κάνει προτάσεις. Στο τι να πράξουμε; απαντά με τη στοχαστική ή τη σκεπτόμενη πράξη.

«Να προσπαθήσουμε να στεκόμαστε και να κρατιόμαστε όσο γίνεται πιο όρθιοι, σε μια στάση στοχαστικής εγρήγορσης, ακόμη και ιδίως όταν όλα ισοπεδώνονται, έρπουν και μηδενίζονται». «Να μην ξεχνάμε πως η φύση, δυνατότερη από τον άνθρωπο, την επιστήμη και την τεχνική, απεριόριστη αλλά όχι αναγκαστικά άπειρη, έχει τα όρια της ανοχής και της αντοχής».

«Να αφομοιώσουμε την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας, όπου όλες οι ιδεολογίες χρεοκόπησαν, όσο κι αν εν μέρει πέτυχαν, και να αντιτάξουμε στον δεσπόζοντα πολιτικαντιδισμό μια πιο νηφάλια ένταξη και αντίσταση που να μη στηρίζεται στην απάτη και στην εξαπάτηση, στην κερδοσκοπία και στην εκμετάλλευση».

Θα μπορούσαμε να παραθέσουμε και άλλες τέτοιες φράσεις. Αλλά ο Αξελός δεν θέλει να δώσει έναν οδηγό δράσης. Θέλει να παίξει ένα «δόλιο» παιχνίδι που θα μας οδηγεί διαρκώς στο ερώτημα Τι να πράξουμε; Είναι φανερό ότι το παιχνίδι συνεχίζεται.

http://www.tovima.gr